- ἄρθροις
- ἄρθρονjointneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρθροῖς — ἀρθρόω fasten by a joint pres opt act 2nd sg ἀρθρόω fasten by a joint pres subj act 2nd sg ἀρθρόω fasten by a joint pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπαρατίθημι — Α [παρατίθημι] 1. προσαρτώ, προσάπτω («[ἄρθροις] διάρθρωσιν προσπαρατιθέναι», Αντίγ. Καρ.) 2. προσθέτω κάτι ακόμη («μᾱζαν παρέχειν κελεύει, ἄρτον δὲ ταῑς ἑορταῑς προσπαρατιθέναι», Αθήν.) 3. προβάλλω κάτι ως ένα επί πλέον παράδειγμα («καὶ… … Dictionary of Greek